- σεντίνα
- η, Ν1. ναυτ. α) το εσωτερικό κατώτερο μέρος τού σκάφους, από την καρίνα μέχρι το χαμηλότερο δάπεδο, μέσα στο οποίο συγκεντρώνονται τα νερά που προέρχονται από τη διαρροή και την εφίδρωση τού σκάφους, καθώς και τα νερά και τα υγρά διαρροής από το μηχανοστάσιο, αλλ. υδροσυλλέκτης και άντλοςβ) συνεκδ. τα ίδια τα ακάθαρτα νερά που συγκεντρώνονται στο μέρος αυτό τού πλοίου2. μτφ. α) άνθρωπος τής κατώτερης υποστάθμηςβ) όχλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sentina].
Dictionary of Greek. 2013.